ένας καμμένος βασιλιάς,
στο κέντρο της πόλης
χειροκροτήματα, χαρά, ζητωκραυγές...
κι εγώ που από παιδί θυμάμαι να τον κλαίω
τρεις μέρες τους διασκέδαζε
τους πότιζε άφθονη μαυροδάφνη
τους χόρευε στους δρόμους
κουνώντας το κεφάλι του...
την τελευταία Κυριακή
τον καίνε
χωρίς κανένα έλεος, κανένα δισταγμό
τον καίνε και το χαίρονται
κι εγώ από παιδί θυμάμαι να τον κλαίω
μόνο του, αβοήθητο, στη μέση της προβλήτας
να τον γεμίζουνε μπαρούτι
και μεθυσμένοι να γελάνε
κι αυτός γελάει,
κάθε χρονιά γελάει
κάθε φορά γελάει
κι εγώ φέτος πάλι τον έκλαιγα
τι κι αν δεν έχω κλάψει για κανένα εμπορικό,
για καμία τράπεζα
για κανένα μνημείο
έλεγα πάντα: "καλά τους κάνουμε"
τον βασιλιά Καρνάβαλο τον έκλαψα
κι εκεί που σκούπιζα τα δάκρυά μου
είδα και φέτος
να πετούν μετά
πυροτεχνήματα
Ο τρόπος που δεν αντιστέκεται;
ΑπάντησηΔιαγραφή