Ήμουν δώδεκα χρονών όταν υπέστη για πρώτη φορά ψυχολογική βία.
Το τελευταίο απόγευμα έκλαιγα πολύ. Οι γονείς μου αρχικά με πέρασαν για τρελή και δεν μου έδωσαν σημασία.
Εγώ δεν σταματούσα.
Επίμονη καθώς είμαι, αναζητούσα κάποιον να μου αποκαταστήσει αυτήν την φρικιαστική και βίαιη εικόνα της εκμετάλλευσης των ζώων, που προοιώνιζε μια άλλη γενικευμένη κοινωνική βία, την οποία αναπόφευκτα θα συνειδητοποιούσα λίγα χρόνια αργότερα. Αναζητούσα κάποιον να με καθησυχάσει, να μου κλείσει τα μάτια μπροστά στην σαδιστική διασκέδαση, σ' αυτήν την χυδαία μεσοαστική απόλαυση, που εκπληρώνει τα κόμπλεξ ανωτερότητας του τουρισμού σε "εξωτικούς" πολιτισμούς.
Αναζητούσα κάποιον να μου δώσει μια εξήγηση. Η δομή της σύγχρονης ζωής ακολουθεί τους νόμους της ζούγκλας και "το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό". Γι' αυτό παιδί μου κοίτα κι εσύ να γίνεις μεγάλο ψάρι, σαν εμάς τους γονείς σου, γιατί αλλιώς θα σέρνεις έλκηθρα.
Αναζητούσα κάποιον να μου δώσει μια εξήγηση. Μπορεί τα σκυλάκια και τα ταρανδάκια να σέρνουν έλκηθρα, αλλά κατά βάθος τους αρέσει πολύ. Χαίρονται που μας πηγαίνουν βόλτα, άλλωστε το αφεντικό τους πάντα τους έχει έτοιμο νόστιμο φαγάκι. Γι' αυτό παιδί μου κοίτα κι εσύ να σέρνεις καλά το έλκηθρο και το αφεντικό σου θα σου δίνει πάντα νόστιμο φαγάκι.
Η εξήγηση αυτή ήρθε αρχικά από το στόμα της μητέρας μου. Ευαίσθητη και ευάλωτη η μητρική φιγούρα έπαιξε ρόλο συμβιβαστικό, προσπαθώντας να με κάνει να συναινέσω, να αποδεχτώ ότι "έτσι είναι τα πράγματα" και να πορευτώ ανάλογα στη ζωή μου.
Η εξήγηση δεν μου έφτασε, και τα δάκρυα συνέχισαν να κυλάνε. Ο δεύτερος οικογενειακός μηχανισμός που επιστρατεύτηκε ήταν ο Πατέρας. Ο πατέρας μου, εφευρετικός άνθρωπος καθώς είναι, απάντησε στο σοκ που είχα υποστεί συνειδητοποιώντας την άδικη αυτή κοινωνική βία, με τον πλέον πραγματικό τρόπο: με αντίστοιχη κι ακόμα περισσότερη βία.
Παρ' ότι ο πατέρας μου συνήθιζε να μας δέρνει με τη λουρίδα αρκετά, ως παιδιά, εμένα και τον αδερφό μου, οι δημοκρατικές παραινέσεις της μητέρας μου εκείνη την ημέρα, τον έκαναν να επιστρατεύσει την επινοητικότητά του ώστε να μου ασκήσει βία μεν, χωρίς ωστόσο αυτή να σωματικοποιηθεί δε.
Η ιδέα του απλή: ως άνθρωπος της τεχνολογίας της επιτήρησης αποφάσισε να πάρει μια κάμερα και να με καταγράψει. Ξεκίνησε να με τραβάει βίντεο ενώ εγώ έκλαιγα γυρισμένη στο μαξιλάρι μου. Επέμενε να τραβήξει το πρόσωπό μου, τα δάκρυά μου που έτρεχαν. Εγώ αρνιόμουν να γυρίσω, κι όσο αρνιόμουν τόσο γέλαγε. Επίμονος εκείνος, επίμονη κι εγώ. Η κάμερα έγραφε.
Αισθανόμουν να ασφυκτιώ μέσα στο μαξιλάρι μου και γυρίζω λίγο το κεφάλι να πάρω αέρα, και τσουπ, νά' τος, έτοιμος να προλάβει το γκρο πλαν.
Με κορόιδευε.
Με κορόιδευε και γελούσε δυνατά.
Στο γέλιο του άκουγα την τα γέλια απόλαυσης των πλούσιων τουριστών στα έλκηθρα.
Δεν θυμάμαι πως τελείωσε εκείνη η ιστορία.
Ίσως γιατί δεν τελείωσε εκείνη η ιστορία.
Για πολλά χρόνια μπορούσα να ερωτευτώ μόνο σε συναισθηματικά χειριστικές και κακοποιητικές σχέσεις. Σε σχέσεις που τα δάκρυα, η θλίψη, ο πόνος, η απόγνωση είναι το θέαμα που τρέφει την απόλαυση του άλλου. Του δίνουν την επιβεβαίωση της ανωτερότητάς του, την χαρά του ελέγχου του πάνω μου.
Αισθανόμουν ότι την αξίζω αυτήν την κοροϊδία, αυτήν την ταπείνωση, αυτόν τον εξευτελισμό,γιατί είχα μάθει ότι έτσι κάνουν οι άνθρωποι όταν αγαπούν τους άλλους- όπως μ' αγαπούσε και ο πατέρας μου.
Η ιστορία εκείνη δεν τελείωσε. Η βίαιη συμπεριφορά του πατέρα μου έρχεται στο μυαλό σε κάθε μιντιακή αναπαράσταση δυστυχίας- δημεύσεις σπιτιών, θύματα βιασμών, σεισμών και πολέμων, θύματα αστυνομικής καταστολής. Το ίδιο χαιρέκακο γέλιο αντηχεί εκκωφαντικά σε κάθε υποκριτική συμπαράσταση στους αδικημένους: "αποτύχατε να γίνετε Τουρίστες κύριοι- τώρα σύρτε τα έλκηθρά μας".
Η ιστορία εκείνη δεν τελείωσε πολύ απλά γιατί έχει έρθει η ώρα "όλες αυτές οι φρίκες να αποκτήσουν πρόσωπο". Και ο δικός μου πατέρας είναι ένας απ' αυτούς. Η οικογένεια είναι το πρώτο και το τελευταίο προπύργιο συντήρησης των σχέσεων εξουσίας. Η δική μου οικογένεια δεν μου έκρυψε ποτέ τίποτε από την κοινωνική πραγματικότητα που αντιμετώπισα αργότερα, δεν μου χάρισε την παραμικρή στιγμή συναισθηματικής ασφάλειας, τρυφερότητας, μόνο εξωτικές ψευδαισθήσεις ευημερίας.
Η οικογένειά μου είναι η ιδανική συνθήκη να αντιληφθεί κανείς την συνεργασία των μηχανισμών παραγωγής αλήθειας, συναίνεσης και κομφορμισμού. Όταν η συναίνεση και η δημοκρατία δεν φτάνουν, το θέαμα είναι εκείνο που εξυπηρετεί τις ανάγκες της κυριαρχίας: γελοιοποίηση και εξευτελισμός όλων εκείνων που σοκάρονται από την εγγενή βιαιότητα του συστήματος.
Αυτή η πολεμική βία, στην πιο γυμνή της μορφή, η χυδαία επιβολή του ισχυρού στον αδύναμο και η κατάπνιξη κάθε ευαισθησίας του, είναι η πεμπτουσία της σύγχρονης κοινωνικής, έμφυλης και ταξικής οργάνωσης. Με την πρώτη ευκαιρία, τα δεινά, τα παρακάλια, οι δημοκρατικές αντεγκλήσεις των καταπιεσμένων, προκαλούν στους κυρίαρχους γέλια, πολλά χαιρέκακα εκκωφαντικά γέλια επιβεβαίωσης. Κι έτσι, μ' αυτό το αστείο, με όλη αυτήν την απόλαυση διαιωνίζουν τον εαυτό τους.
Η παραπάνω ιστορία δεν αφορά κάποια φροϋδική ονείρωξη. Είναι όσο αληθινή όσο η διάχυτη κοινωνική εκμετάλλευση, ο ρατσιστικός και σεξιστικός εξευτελισμός ανθρώπων, η λεκτική και ψυχολογική βία στις προσωπικές σχέσεις. Είναι μια απέλπιδα προσπάθεια επικοινωνίας σε όσους αγωνίζονται να τελειώνουν με τα δάκρυα, και τις ικεσίες. Να τελειώνουν με τις ελπίδες σε ηγέτες, αρχηγούς, αφεντικά, πατεράδες. Αντίσταση είναι δημιουργία ισότιμων σχέσεων αξιοπρέπειας.
Ευχαριστώ τον πατέρα μου που μου το δίδαξε αυτό.
Και τον μισώ γιατί μου το δίδαξε με τον χειρότερο τρόπο.
Michael Andrews, Melanie and me swimming
(1978)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου